Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ὕστριξ
ὑστριχίς
ὑφ’
ὑφᾱγέο
ὕφαιμος
ὑφαίνω
ὑφαίρεσις
ὑφαιρέω
ὕφαλος
ὕφαμμος
ὕφανσις
ὑφάντης
ὑφαντικός
ὑφαντοδόνητος
ὑφαντός
ὑφάπτω
ὑφαρπάζω
ὕφασμα
ὑφάω
ὑφειμένως
ὑφείρω
View word page
ὕφανσις
ὕφανσιςεωςfὑφαίνω activity of weavingweavingArist.

ShortDef

weaving

Debugging

Headword:
ὕφανσις
Headword (normalized):
ὕφανσις
Headword (normalized/stripped):
υφανσις
IDX:
41613
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-41614
Key:
ὕφανσις

Data

{'headword_display': '<b>ὕφανσις</b>', 'content': '<NE><HG><HL>ὕφανσις</HL><Infl>εως</Infl><PS>f</PS><Ety><Ref>ὑφαίνω</Ref></Ety></HG> <nS1><Def>activity of weaving</Def><Tr>weaving</Tr><Au>Arist.</Au></nS1></NE>', 'key': 'ὕφανσις'}