Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ὑστεροφθόρος
ὕστριξ
ὑστριχίς
ὑφ’
ὑφᾱγέο
ὕφαιμος
ὑφαίνω
ὑφαίρεσις
ὑφαιρέω
ὕφαλος
ὕφαμμος
ὕφανσις
ὑφάντης
ὑφαντικός
ὑφαντοδόνητος
ὑφαντός
ὑφάπτω
ὑφαρπάζω
ὕφασμα
ὑφάω
ὑφειμένως
View word page
ὕφ-αμμος
ὕφαμμοςονadjἄμμος of a plainrather sandyPlu.

ShortDef

mixed with sand, sandy

Debugging

Headword:
ὕφαμμος
Headword (normalized):
ὕφαμμος
Headword (normalized/stripped):
υφαμμος
IDX:
41612
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-41613
Key:
ὕφαμμος

Data

{'headword_display': '<b>ὕφ-αμμος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ὕφ<hyph/>αμμος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>ἄμμος</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a plain</Indic><Tr>rather sandy</Tr><Au>Plu.</Au></aS1></AE>', 'key': 'ὕφαμμος'}