Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ὑστερόποινος
ὑστερόπους
ὕστερος
ὑστεροφθόρος
ὕστριξ
ὑστριχίς
ὑφ’
ὑφᾱγέο
ὕφαιμος
ὑφαίνω
ὑφαίρεσις
ὑφαιρέω
ὕφαλος
ὕφαμμος
ὕφανσις
ὑφάντης
ὑφαντικός
ὑφαντοδόνητος
ὑφαντός
ὑφάπτω
ὑφαρπάζω
View word page
ὑφαίρεσις
ὑφαίρεσιςεωςfὑφαιρέω removalw.gen.of conditions, fr. a treatyPlb.

ShortDef

a taking away from under, a purloining

Debugging

Headword:
ὑφαίρεσις
Headword (normalized):
ὑφαίρεσις
Headword (normalized/stripped):
υφαιρεσις
IDX:
41609
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-41610
Key:
ὑφαίρεσις

Data

{'headword_display': '<b>ὑφαίρεσις</b>', 'content': '<NE><HG><HL>ὑφαίρεσις</HL><Infl>εως</Infl><PS>f</PS><Ety><Ref>ὑφαιρέω</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>removal<Expl><GLbl>w.gen.</GLbl>of conditions, fr. a treaty</Expl></Tr><Au>Plb.</Au></nS1></NE>', 'key': 'ὑφαίρεσις'}