Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cambridge Greek Lexicon
ὑστέρησις
ὑστερίζω
ὑστερογενής
ὑστερόποινος
ὑστερόπους
ὕστερος
ὑστεροφθόρος
ὕστριξ
ὑστριχίς
ὑφ’
ὑφᾱγέο
ὕφαιμος
ὑφαίνω
ὑφαίρεσις
ὑφαιρέω
ὕφαλος
ὕφαμμος
ὕφανσις
ὑφάντης
ὑφαντικός
ὑφαντοδόνητος
View word page
ὑφᾱγέο
ὑφᾱγέο
dial.mid.imperatv.
see
ὑφηγέομαι
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ὑφᾱγέο
Headword (normalized):
ὑφᾱγέο
Headword (normalized/stripped):
υφαγεο
IDX:
41606
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-41607
Key:
ὑφᾱγέο
Data
{'headword_display': '<b>ὑφᾱγέο</b>', 'content': '<XE><RefFm>ὑφᾱγέο<LblR>dial.mid.imperatv.</LblR></RefFm><XR>see<Ref>ὑφηγέομαι</Ref></XR> </XE>', 'key': 'ὑφᾱγέο'}