Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ὑστέρημα
ὑστέρησις
ὑστερίζω
ὑστερογενής
ὑστερόποινος
ὑστερόπους
ὕστερος
ὑστεροφθόρος
ὕστριξ
ὑστριχίς
ὑφ’
ὑφᾱγέο
ὕφαιμος
ὑφαίνω
ὑφαίρεσις
ὑφαιρέω
ὕφαλος
ὕφαμμος
ὕφανσις
ὑφάντης
ὑφαντικός
View word page
ὑφ’
ὑφ’prepseeὑπό

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ὑφ’
Headword (normalized):
ὑφ’
Headword (normalized/stripped):
υφ’
IDX:
41605
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-41606
Key:
ὑφ’

Data

{'headword_display': '<b>ὑφ’</b>', 'content': '<XE><HG><HL>ὑφ’</HL><PS>prep</PS></HG><XR>see<Ref>ὑπό</Ref></XR> </XE>', 'key': 'ὑφ’'}