Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ὑστερέω
ὑστέρημα
ὑστέρησις
ὑστερίζω
ὑστερογενής
ὑστερόποινος
ὑστερόπους
ὕστερος
ὑστεροφθόρος
ὕστριξ
ὑστριχίς
ὑφ’
ὑφᾱγέο
ὕφαιμος
ὑφαίνω
ὑφαίρεσις
ὑφαιρέω
ὕφαλος
ὕφαμμος
ὕφανσις
ὑφάντης
View word page
ὑστριχίς
ὑστριχίςίδοςf bristle-whipused for punishing slavesAr.

ShortDef

a whip for punishing slaves

Debugging

Headword:
ὑστριχίς
Headword (normalized):
ὑστριχίς
Headword (normalized/stripped):
υστριχις
IDX:
41604
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-41605
Key:
ὑστριχίς

Data

{'headword_display': '<b>ὑστριχίς</b>', 'content': '<NE><HG><HL>ὑστριχίς</HL><Infl>ίδος</Infl><PS>f</PS></HG> <nS1><Tr>bristle-whip<Expl>used for punishing slaves</Expl></Tr><Au>Ar.</Au></nS1></NE>', 'key': 'ὑστριχίς'}