Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ὑστέρᾱ
ὑστεραῖος
ὑστερέω
ὑστέρημα
ὑστέρησις
ὑστερίζω
ὑστερογενής
ὑστερόποινος
ὑστερόπους
ὕστερος
ὑστεροφθόρος
ὕστριξ
ὑστριχίς
ὑφ’
ὑφᾱγέο
ὕφαιμος
ὑφαίνω
ὑφαίρεσις
ὑφαιρέω
ὕφαλος
ὕφαμμος
View word page
ὑστερο-φθόρος
ὑστεροφθόροςονadjφθείρω of Erinyesbringing belated destructionS.

ShortDef

late-destroying

Debugging

Headword:
ὑστεροφθόρος
Headword (normalized):
ὑστεροφθόρος
Headword (normalized/stripped):
υστεροφθορος
IDX:
41602
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-41603
Key:
ὑστεροφθόρος

Data

{'headword_display': '<b>ὑστερο-φθόρος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ὑστερο<hyph/>φθόρος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>φθείρω</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of Erinyes</Indic><Tr>bringing belated destruction</Tr><Au>S.</Au></aS1></AE>', 'key': 'ὑστεροφθόρος'}