Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ὑσσός
ὕσσωπος
ὑστάτιος
ὕστατος
ὑστέρᾱ
ὑστεραῖος
ὑστερέω
ὑστέρημα
ὑστέρησις
ὑστερίζω
ὑστερογενής
ὑστερόποινος
ὑστερόπους
ὕστερος
ὑστεροφθόρος
ὕστριξ
ὑστριχίς
ὑφ’
ὑφᾱγέο
ὕφαιμος
ὑφαίνω
View word page
ὑστερο-γενής
ὑστερογενήςέςadjγένοςγίγνομαι of a conceptlater in originthan anotherArist.

ShortDef

not appearing until after the birth

Debugging

Headword:
ὑστερογενής
Headword (normalized):
ὑστερογενής
Headword (normalized/stripped):
υστερογενης
IDX:
41598
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-41599
Key:
ὑστερογενής

Data

{'headword_display': '<b>ὑστερο-γενής</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ὑστερο<hyph/>γενής</HL><Infl>ές</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>γένος</Ref><Ref>γίγνομαι</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a concept</Indic><Tr>later in origin<Expl>than another</Expl></Tr><Au>Arist.</Au></aS1></AE>', 'key': 'ὑστερογενής'}