Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ὕσπληξ
ὕσσακος
ὑσσός
ὕσσωπος
ὑστάτιος
ὕστατος
ὑστέρᾱ
ὑστεραῖος
ὑστερέω
ὑστέρημα
ὑστέρησις
ὑστερίζω
ὑστερογενής
ὑστερόποινος
ὑστερόπους
ὕστερος
ὑστεροφθόρος
ὕστριξ
ὑστριχίς
ὑφ’
ὑφᾱγέο
View word page
ὑστέρησις
ὑστέρησιςεωςf lackof moneypovertyNT.

ShortDef

deficiency, need, want

Debugging

Headword:
ὑστέρησις
Headword (normalized):
ὑστέρησις
Headword (normalized/stripped):
υστερησις
IDX:
41596
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-41597
Key:
ὑστέρησις

Data

{'headword_display': '<b>ὑστέρησις</b>', 'content': '<NE><HG><HL>ὑστέρησις</HL><Infl>εως</Infl><PS>f</PS></HG> <nS1><Def>lack<Expl>of money</Expl></Def><Tr>poverty</Tr><Au>NT.</Au></nS1></NE>', 'key': 'ὑστέρησις'}