Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ὕρχη
ὗς
ὑσγινοβαφής
ὔσδος
ῡ̔́σθην
ὑσμῑ́νη
ὑσπλᾱγίς
ὕσπληξ
ὕσσακος
ὑσσός
ὕσσωπος
ὑστάτιος
ὕστατος
ὑστέρᾱ
ὑστεραῖος
ὑστερέω
ὑστέρημα
ὑστέρησις
ὑστερίζω
ὑστερογενής
ὑστερόποινος
View word page
ὕσσωπος
ὕσσωποςουf hyssopNT.

ShortDef

hyssop

Debugging

Headword:
ὕσσωπος
Headword (normalized):
ὕσσωπος
Headword (normalized/stripped):
υσσωπος
IDX:
41589
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-41590
Key:
ὕσσωπος

Data

{'headword_display': '<b>ὕσσωπος</b>', 'content': '<NE><HG><HL>ὕσσωπος</HL><Infl>ου</Infl><PS>f</PS></HG> <nS1><Tr>hyssop</Tr><Au>NT.</Au></nS1></NE>', 'key': 'ὕσσωπος'}