Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ὑπωλένιος
ὑπωμοσίᾱ
ὑπωπιάζω
ὑπώπιον
ὑπώρεια
ὑπώρορε
ὑπωρόφιος
ὑπώροφος
ὕρχη
ὗς
ὑσγινοβαφής
ὔσδος
ῡ̔́σθην
ὑσμῑ́νη
ὑσπλᾱγίς
ὕσπληξ
ὕσσακος
ὑσσός
ὕσσωπος
ὑστάτιος
ὕστατος
View word page
ὑσγινο-βαφής
ὑσγινοβαφήςέςadjὕσγινονcrimson dye;βάπτω of trousersdyed with crimsonX.

ShortDef

dyed scarlet

Debugging

Headword:
ὑσγινοβαφής
Headword (normalized):
ὑσγινοβαφής
Headword (normalized/stripped):
υσγινοβαφης
IDX:
41581
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-41582
Key:
ὑσγινοβαφής

Data

{'headword_display': '<b>ὑσγινο-βαφής</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ὑσγινο<hyph/>βαφής</HL><Infl>ές</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>ὕσγινον</Ref><ital>crimson dye</ital>;<Ref>βάπτω</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of trousers</Indic><Tr>dyed with crimson</Tr><Au>X.</Au></aS1></AE>', 'key': 'ὑσγινοβαφής'}