Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cambridge Greek Lexicon
ὑποψωνέω
ὑπτιάζω
ὑπτίασμα
ὑπτιόομαι
ὕπτιος
ὑπωλένιος
ὑπωμοσίᾱ
ὑπωπιάζω
ὑπώπιον
ὑπώρεια
ὑπώρορε
ὑπωρόφιος
ὑπώροφος
ὕρχη
ὗς
ὑσγινοβαφής
ὔσδος
ῡ̔́σθην
ὑσμῑ́νη
ὑσπλᾱγίς
ὕσπληξ
View word page
ὑπώρορε
ὑπώρορε
ep.3sg.redupl.aor.2
see
ὑπόρνῡμι
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ὑπώρορε
Headword (normalized):
ὑπώρορε
Headword (normalized/stripped):
υπωρορε
IDX:
41576
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-41577
Key:
ὑπώρορε
Data
{'headword_display': '<b>ὑπώρορε</b>', 'content': '<XE><RefFm>ὑπώρορε<LblR>ep.3sg.redupl.aor.2</LblR></RefFm><XR>see<Ref>ὑπόρνῡμι</Ref></XR> </XE>', 'key': 'ὑπώρορε'}