Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ὑποχάζομαι
ὑποχαλῑνιδίᾱ
ὑπόχαλκος
ὑποχαράττω
ὑποχάσκω
ὑπόχειρ
ὑποχείριος
ὑποχέω
ὑποχθόνιος
ὑποχλέομαι
ὑπόχλοος
ὕποχος
ὑπόχρεως
ὑποχρῑ́ω
ὑπόχρῡσος
ὑποχωρέω
ὑποχωρήματα
ὑποχώρησις
ὑποψαλάσσω
ὑπόψαμμος
ὑποψίᾱ
View word page
ὑπό-χλοος
ὑπόχλοοςονadjχλόος of a cheekgreenishpaleCall.

ShortDef

of a palish yellow

Debugging

Headword:
ὑπόχλοος
Headword (normalized):
ὑπόχλοος
Headword (normalized/stripped):
υποχλοος
IDX:
41553
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-41554
Key:
ὑπόχλοος

Data

{'headword_display': '<b>ὑπό-χλοος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ὑπό<hyph/>χλοος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>χλόος</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a cheek</Indic><Def>greenish</Def><Tr>pale</Tr><Au>Call.</Au></aS1></AE>', 'key': 'ὑπόχλοος'}