Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ὑποφθέγγομαι
ὑποφθονέω
ὑποφθόνως
ὑποφοβέομαι
ὑπόφονος
ὑποφορᾱ́
ὑποφράζομαι
ὑποφύω
ὑποφωνέω
ὑποχάζομαι
ὑποχαλῑνιδίᾱ
ὑπόχαλκος
ὑποχαράττω
ὑποχάσκω
ὑπόχειρ
ὑποχείριος
ὑποχέω
ὑποχθόνιος
ὑποχλέομαι
ὑπόχλοος
ὕποχος
View word page
ὑποχαλῑνιδίᾱ
ὑποχαλῑνιδίᾱᾱςfχαλῑνός strap under a horse's bitchin-strapX.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ὑποχαλῑνιδίᾱ
Headword (normalized):
ὑποχαλῑνιδίᾱ
Headword (normalized/stripped):
υποχαλινιδια
IDX:
41544
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-41545
Key:
ὑποχαλῑνιδίᾱ

Data

{'headword_display': '<b>ὑποχαλῑνιδίᾱ</b>', 'content': "<NE><HG><HL>ὑποχαλῑνιδίᾱ</HL><Infl>ᾱς</Infl><PS>f</PS><Ety><Ref>χαλῑνός</Ref></Ety></HG> <nS1><Def>strap under a horse's bit</Def><Tr>chin-strap</Tr><Au>X.</Au></nS1></NE>", 'key': 'ὑποχαλῑνιδίᾱ'}