Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ὑπόφαυσις
ὑποφείδομαι
ὑποφέρω
ὑποφεύγω
ὑποφήτης
ὑποφήτωρ
ὑποφθάνω
ὑποφθέγγομαι
ὑποφθονέω
ὑποφθόνως
ὑποφοβέομαι
ὑπόφονος
ὑποφορᾱ́
ὑποφράζομαι
ὑποφύω
ὑποφωνέω
ὑποχάζομαι
ὑποχαλῑνιδίᾱ
ὑπόχαλκος
ὑποχαράττω
ὑποχάσκω
View word page
ὑπο-φοβέομαι
ὑποφοβέομαιmid.contr.vb be rather afraidMen.

ShortDef

to be somewhat frightened

Debugging

Headword:
ὑποφοβέομαι
Headword (normalized):
ὑποφοβέομαι
Headword (normalized/stripped):
υποφοβεομαι
IDX:
41537
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-41538
Key:
ὑποφοβέομαι

Data

{'headword_display': '<b>ὑπο-φοβέομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>ὑπο<hyph/>φοβέομαι</HL><PS>mid.contr.vb</PS></vHG> <vS1><Tr>be rather afraid</Tr><Au>Men.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'ὑποφοβέομαι'}