Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ὑποτάμνω
ὑποτανύω
ὑποταράττω
ὑποταρβέω
ὑποταρτάριος
ὑποτάσεις
ὑποτάσσω
ὑποτείνω
ὑποτειχίζω
ὑποτείχισις
ὑποτείχισμα
ὑποτελέω
ὑποτελής
ὑποτέλλομαι
ὑποτέμνω
ὑποτίθημι
ὑποτῑμάομαι
ὑποτῑ́μησις
ὑποτίτθιος
ὑποτμήγομαι
ὑποτοβέω
View word page
ὑποτείχισμα
ὑποτείχισμαατοςn counter-wallTh.

ShortDef

a cross-wall

Debugging

Headword:
ὑποτείχισμα
Headword (normalized):
ὑποτείχισμα
Headword (normalized/stripped):
υποτειχισμα
IDX:
41489
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-41490
Key:
ὑποτείχισμα

Data

{'headword_display': '<b>ὑποτείχισμα</b>', 'content': '<NE><HG><HL>ὑποτείχισμα</HL><Infl>ατος</Infl><PS>n</PS></HG> <nS1><Tr>counter-wall</Tr><Au>Th.</Au></nS1></NE>', 'key': 'ὑποτείχισμα'}