Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ὑποσῡρίζω
ὑποσῡ́ρω
ὑπόσχεο
ὑπόσχες
ὑποσχεσίη
ὑπόσχεσις
ὑποσχήσομαι
ὑποσχών
ὑποτάμνω
ὑποτανύω
ὑποταράττω
ὑποταρβέω
ὑποταρτάριος
ὑποτάσεις
ὑποτάσσω
ὑποτείνω
ὑποτειχίζω
ὑποτείχισις
ὑποτείχισμα
ὑποτελέω
ὑποτελής
View word page
ὑπο-ταράττω
ὑποταράττωAtt.vbταράσσω harryw.acc.someoneinto submissionw. verbal abuseAr.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ὑποταράττω
Headword (normalized):
ὑποταράττω
Headword (normalized/stripped):
υποταραττω
IDX:
41481
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-41482
Key:
ὑποταράττω

Data

{'headword_display': '<b>ὑπο-ταράττω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>ὑπο<hyph/>ταράττω</HL><PS>Att.vb</PS><Ety><Ref>ταράσσω</Ref></Ety></vHG> <vS1> <Tr>harry<Prnth><GLbl>w.acc.</GLbl>someone</Prnth>into submission<Expl>w. verbal abuse</Expl></Tr><Au>Ar.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'ὑποταράττω'}