Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ὑποστροβέω
ὑποστροφή
ὑποστρώματα
ὑποστρώννῡμι
ὑποστῡ́φω
ὑποσῡρίζω
ὑποσῡ́ρω
ὑπόσχεο
ὑπόσχες
ὑποσχεσίη
ὑπόσχεσις
ὑποσχήσομαι
ὑποσχών
ὑποτάμνω
ὑποτανύω
ὑποταράττω
ὑποταρβέω
ὑποταρτάριος
ὑποτάσεις
ὑποτάσσω
ὑποτείνω
View word page
ὑπόσχεσις
ὑπόσχεσιςεωςf promiseHom. A. Th. Att.orats. Pl. X.

ShortDef

an undertaking, engagement, promise

Debugging

Headword:
ὑπόσχεσις
Headword (normalized):
ὑπόσχεσις
Headword (normalized/stripped):
υποσχεσις
IDX:
41476
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-41477
Key:
ὑπόσχεσις

Data

{'headword_display': '<b>ὑπόσχεσις</b>', 'content': '<NE><HG><HL>ὑπόσχεσις</HL><Infl>εως</Infl><PS>f</PS></HG> <nS1><Tr>promise</Tr><Au>Hom. A. Th. Att.orats. Pl. X.<NBPlus/></Au></nS1> </NE>', 'key': 'ὑπόσχεσις'}