Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ὑποστεναχίζω
ὑποστένω
ὑποστολίζω
ὑποστοναχίζω
ὑποστόρνῡμι
ὑποστρατηγέω
ὑποστράτηγος
ὑποστρέφω
ὑποστροβέω
ὑποστροφή
ὑποστρώματα
ὑποστρώννῡμι
ὑποστῡ́φω
ὑποσῡρίζω
ὑποσῡ́ρω
ὑπόσχεο
ὑπόσχες
ὑποσχεσίη
ὑπόσχεσις
ὑποσχήσομαι
ὑποσχών
View word page
ὑποστρώματα
ὑποστρώματατωνn.plὑποστρώννῡμι beddingw.gen.of a horseX.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ὑποστρώματα
Headword (normalized):
ὑποστρώματα
Headword (normalized/stripped):
υποστρωματα
IDX:
41468
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-41469
Key:
ὑποστρώματα

Data

{'headword_display': '<b>ὑποστρώματα</b>', 'content': '<NE><HG><HL>ὑποστρώματα</HL><Infl>των</Infl><PS>n.pl</PS><Ety><Ref>ὑποστρώννῡμι</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>bedding<Expl><GLbl>w.gen.</GLbl>of a horse</Expl></Tr><Au>X.</Au></nS1></NE>', 'key': 'ὑποστρώματα'}