Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ὑπόσκιος
ὕποσμος
ὑποσμῡ́χομαι
ὑποσπάω
ὑποσπείρω
ὑπόσπονδος
ὑποσσαίνω
ὑποσσείω
ὑποστάθμη
ὑπόστασις
ὑποστάτης
ὑποστατικός
ὑποστατός
ὑποσταχύομαι
ὑποστεγάζω
ὑπόστεγος
ὑποστέγω
ὑποστέλλω
ὑποστενάζω
ὑποστεναχίζω
ὑποστένω
View word page
ὑποστάτης
ὑποστάτηςουm propref. to a forked support, Lat. furcaPlu.

ShortDef

that which stands under, a support, prop

Debugging

Headword:
ὑποστάτης
Headword (normalized):
ὑποστάτης
Headword (normalized/stripped):
υποστατης
IDX:
41449
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-41450
Key:
ὑποστάτης

Data

{'headword_display': '<b>ὑποστάτης</b>', 'content': '<NE><HG><HL>ὑποστάτης</HL><Infl>ου</Infl><PS>m</PS></HG> <nS1><Tr>prop<Expl>ref. to a forked support, Lat. <ital>furca</ital></Expl></Tr><Au>Plu.</Au></nS1></NE>', 'key': 'ὑποστάτης'}