Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ὑποσημαίνω
ὑποσῑγάω
ὑποσίδηρος
ὑποσιωπάω
ὑποσκαλεύω
ὑποσκάπτω
ὑποσκελίζω
ὑποσκιάομαι
ὑπόσκιος
ὕποσμος
ὑποσμῡ́χομαι
ὑποσπάω
ὑποσπείρω
ὑπόσπονδος
ὑποσσαίνω
ὑποσσείω
ὑποστάθμη
ὑπόστασις
ὑποστάτης
ὑποστατικός
ὑποστατός
View word page
ὑπο-σμῡ́χομαι
ὑποσμῡ́χομαιmid.vb of a blinded man's eyesslowly waste awayAR.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ὑποσμῡ́χομαι
Headword (normalized):
ὑποσμῡ́χομαι
Headword (normalized/stripped):
υποσμυχομαι
IDX:
41441
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-41442
Key:
ὑποσμῡ́χομαι

Data

{'headword_display': '<b>ὑπο-σμῡ́χομαι</b>', 'content': "<VE><vHG><HL>ὑπο<hyph/>σμῡ́χομαι</HL><PS>mid.vb</PS></vHG> <vS1><Indic>of a blinded man's eyes</Indic><Tr>slowly waste away</Tr><Au>AR.</Au> </vS1> </VE>", 'key': 'ὑποσμῡ́χομαι'}