Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ὑπορρῑ́πτω
ὑπορρωδέω
ὑπορύσσω
ὑπορχέομαι
ὑπόρχημα
ὑποσημαίνω
ὑποσῑγάω
ὑποσίδηρος
ὑποσιωπάω
ὑποσκαλεύω
ὑποσκάπτω
ὑποσκελίζω
ὑποσκιάομαι
ὑπόσκιος
ὕποσμος
ὑποσμῡ́χομαι
ὑποσπάω
ὑποσπείρω
ὑπόσπονδος
ὑποσσαίνω
ὑποσσείω
View word page
ὑπο-σκάπτω
ὑποσκάπτωvb diga jumping-pitPi.

ShortDef

to dig under

Debugging

Headword:
ὑποσκάπτω
Headword (normalized):
ὑποσκάπτω
Headword (normalized/stripped):
υποσκαπτω
IDX:
41436
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-41437
Key:
ὑποσκάπτω

Data

{'headword_display': '<b>ὑπο-σκάπτω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>ὑπο<hyph/>σκάπτω</HL><PS>vb</PS></vHG> <vS1> <Tr>dig</Tr><Obj>a jumping-pit<Au>Pi.</Au></Obj> </vS1> </VE>', 'key': 'ὑποσκάπτω'}