Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ὑπόπους
ὑποπρίασθαι
ὑποπρό
ὑπόπτᾱς
ὑπόπτερος
ὑποπτεύω
ὑπόπτης
ὑποπτήσσω
ὕποπτος
ὑποπτυχίς
ὑποργέω
ὑπόρνῡμι
ὑπόροφος
ὑπορράπτω
ὑπορρέω
ὑπορρήγνυμαι
ὑπόρρηνος
ὑπορρῑ́πτω
ὑπορρωδέω
ὑπορύσσω
ὑπορχέομαι
View word page
ὑποργέω
ὑποργέωIon.contr.vbὑπόργημαIon.nseeὑπουργέωὑπούργημα

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ὑποργέω
Headword (normalized):
ὑποργέω
Headword (normalized/stripped):
υποργεω
IDX:
41419
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-41420
Key:
ὑποργέω

Data

{'headword_display': '<b>ὑποργέω</b>', 'content': '<XE><HG><HL>ὑποργέω</HL><PS>Ion.contr.vb</PS></HG><HG><HL>ὑπόργημα</HL><PS>Ion.n</PS></HG><XR>see<Ref>ὑπουργέω</Ref><Ref>ὑπούργημα</Ref></XR> </XE>', 'key': 'ὑποργέω'}