Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ὑπόπορτις
ὑπόπους
ὑποπρίασθαι
ὑποπρό
ὑπόπτᾱς
ὑπόπτερος
ὑποπτεύω
ὑπόπτης
ὑποπτήσσω
ὕποπτος
ὑποπτυχίς
ὑποργέω
ὑπόρνῡμι
ὑπόροφος
ὑπορράπτω
ὑπορρέω
ὑπορρήγνυμαι
ὑπόρρηνος
ὑπορρῑ́πτω
ὑπορρωδέω
ὑπορύσσω
View word page
ὑπο-πτυχίς
ὑποπτυχίςίδοςfπτύξ lower jointw.gen.of a cuirassPlu.

ShortDef

a joint

Debugging

Headword:
ὑποπτυχίς
Headword (normalized):
ὑποπτυχίς
Headword (normalized/stripped):
υποπτυχις
IDX:
41418
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-41419
Key:
ὑποπτυχίς

Data

{'headword_display': '<b>ὑπο-πτυχίς</b>', 'content': '<NE><HG><HL>ὑπο<hyph/>πτυχίς</HL><Infl>ίδος</Infl><PS>f</PS><Ety><Ref>πτύξ</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>lower joint<Expl><GLbl>w.gen.</GLbl>of a cuirass</Expl></Tr><Au>Plu.</Au></nS1></NE>', 'key': 'ὑποπτυχίς'}