Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ὑπόπλους
ὑποπνέω
ὑποπόδιον
ὑποποιέω
ὑποπόλιος
ὑποπορεύομαι
ὑπόπορτις
ὑπόπους
ὑποπρίασθαι
ὑποπρό
ὑπόπτᾱς
ὑπόπτερος
ὑποπτεύω
ὑπόπτης
ὑποπτήσσω
ὕποπτος
ὑποπτυχίς
ὑποργέω
ὑπόρνῡμι
ὑπόροφος
ὑπορράπτω
View word page
ὑπόπτᾱς
ὑπόπτᾱςdial.masc.adjseeὑπόπτης

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ὑπόπτᾱς
Headword (normalized):
ὑπόπτᾱς
Headword (normalized/stripped):
υποπτας
IDX:
41412
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-41413
Key:
ὑπόπτᾱς

Data

{'headword_display': '<b>ὑπόπτᾱς</b>', 'content': '<XE><HG><HL>ὑπόπτᾱς</HL><PS>dial.masc.adj</PS></HG><XR>see<Ref>ὑπόπτης</Ref></XR> </XE>', 'key': 'ὑπόπτᾱς'}