Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ὑπόπλεως
ὑπόπλους
ὑποπνέω
ὑποπόδιον
ὑποποιέω
ὑποπόλιος
ὑποπορεύομαι
ὑπόπορτις
ὑπόπους
ὑποπρίασθαι
ὑποπρό
ὑπόπτᾱς
ὑπόπτερος
ὑποπτεύω
ὑπόπτης
ὑποπτήσσω
ὕποπτος
ὑποπτυχίς
ὑποργέω
ὑπόρνῡμι
ὑπόροφος
View word page
ὑπο-πρό
ὑποπρόprep immediately in frontw.gen.of someone's feetAR.

ShortDef

just before

Debugging

Headword:
ὑποπρό
Headword (normalized):
ὑποπρό
Headword (normalized/stripped):
υποπρο
IDX:
41411
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-41412
Key:
ὑποπρό

Data

{'headword_display': '<b>ὑπο-πρό</b>', 'content': "<AdvE><vHG><HL>ὑπο<hyph/>πρό</HL><PS>prep</PS></vHG> <advS1><Tr>immediately in front</Tr><Cmpl><GLbl>w.gen.</GLbl>of someone's feet<Au>AR.</Au></Cmpl></advS1></AdvE>", 'key': 'ὑποπρό'}