Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ὑποπῑ́νω
ὑποπίπτω
ὑποπιττόω
ὑποπλέω
ὑπόπλεως
ὑπόπλους
ὑποπνέω
ὑποπόδιον
ὑποποιέω
ὑποπόλιος
ὑποπορεύομαι
ὑπόπορτις
ὑπόπους
ὑποπρίασθαι
ὑποπρό
ὑπόπτᾱς
ὑπόπτερος
ὑποπτεύω
ὑπόπτης
ὑποπτήσσω
ὕποπτος
View word page
ὑπο-πορεύομαι
ὑποπορεύομαιmid.vb of troops, boatsproceed in secretPlu.

ShortDef

to go beneath

Debugging

Headword:
ὑποπορεύομαι
Headword (normalized):
ὑποπορεύομαι
Headword (normalized/stripped):
υποπορευομαι
IDX:
41407
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-41408
Key:
ὑποπορεύομαι

Data

{'headword_display': '<b>ὑπο-πορεύομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>ὑπο<hyph/>πορεύομαι</HL><PS>mid.vb</PS></vHG> <vS1> <Indic>of troops, boats</Indic><Tr>proceed in secret</Tr><Au>Plu.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'ὑποπορεύομαι'}