Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ὑποπίμπρημι
ὑποπῑ́νω
ὑποπίπτω
ὑποπιττόω
ὑποπλέω
ὑπόπλεως
ὑπόπλους
ὑποπνέω
ὑποπόδιον
ὑποποιέω
ὑποπόλιος
ὑποπορεύομαι
ὑπόπορτις
ὑπόπους
ὑποπρίασθαι
ὑποπρό
ὑπόπτᾱς
ὑπόπτερος
ὑποπτεύω
ὑπόπτης
ὑποπτήσσω
View word page
ὑπο-πόλιος
ὑποπόλιοςονadjπολιός of a beardgreyingAnacr.

ShortDef

somewhat gray

Debugging

Headword:
ὑποπόλιος
Headword (normalized):
ὑποπόλιος
Headword (normalized/stripped):
υποπολιος
IDX:
41406
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-41407
Key:
ὑποπόλιος

Data

{'headword_display': '<b>ὑπο-πόλιος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ὑπο<hyph/>πόλιος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>πολιός</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a beard</Indic><Tr>greying</Tr><Au>Anacr.</Au></aS1></AE>', 'key': 'ὑποπόλιος'}