Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ὑπόπετρος
ὑποπίμπλαμαι
ὑποπίμπρημι
ὑποπῑ́νω
ὑποπίπτω
ὑποπιττόω
ὑποπλέω
ὑπόπλεως
ὑπόπλους
ὑποπνέω
ὑποπόδιον
ὑποποιέω
ὑποπόλιος
ὑποπορεύομαι
ὑπόπορτις
ὑπόπους
ὑποπρίασθαι
ὑποπρό
ὑπόπτᾱς
ὑπόπτερος
ὑποπτεύω
View word page
ὑπο-πόδιον
ὑπο-πόδιονουnπούς footstoolNT.

ShortDef

a footstool

Debugging

Headword:
ὑποπόδιον
Headword (normalized):
ὑποπόδιον
Headword (normalized/stripped):
υποποδιον
IDX:
41404
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-41405
Key:
ὑποπόδιον

Data

{'headword_display': '<b>ὑπο-πόδιον</b>', 'content': '<NE><HG><HL>ὑπο-πόδιον</HL><Infl>ου</Infl><PS>n</PS><Ety><Ref>πούς</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>footstool</Tr><Au>NT.</Au></nS1></NE>', 'key': 'ὑποπόδιον'}