Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ὑποπετρίδιος
ὑπόπετρος
ὑποπίμπλαμαι
ὑποπίμπρημι
ὑποπῑ́νω
ὑποπίπτω
ὑποπιττόω
ὑποπλέω
ὑπόπλεως
ὑπόπλους
ὑποπνέω
ὑποπόδιον
ὑποποιέω
ὑποπόλιος
ὑποπορεύομαι
ὑπόπορτις
ὑπόπους
ὑποπρίασθαι
ὑποπρό
ὑπόπτᾱς
ὑπόπτερος
View word page
ὑπο-πνέω
ὑποπνέωcontr.vb of windblow gentlyNT.

ShortDef

to blow gently

Debugging

Headword:
ὑποπνέω
Headword (normalized):
ὑποπνέω
Headword (normalized/stripped):
υποπνεω
IDX:
41403
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-41404
Key:
ὑποπνέω

Data

{'headword_display': '<b>ὑπο-πνέω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>ὑπο<hyph/>πνέω</HL><PS>contr.vb</PS></vHG> <vS1> <Indic>of wind</Indic><Tr>blow gently</Tr><Au>NT.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'ὑποπνέω'}