Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ὑποπεινᾱ́ω
ὑπόπεμπτος
ὑποπέμπω
ὑποπεπτηῶτες
ὑποπεπτωκότως
ὑποπέρδομαι
ὑποπερκάζω
ὑποπετάννῡμι
ὑποπετάσματα
ὑποπετρίδιος
ὑπόπετρος
ὑποπίμπλαμαι
ὑποπίμπρημι
ὑποπῑ́νω
ὑποπίπτω
ὑποπιττόω
ὑποπλέω
ὑπόπλεως
ὑπόπλους
ὑποπνέω
ὑποπόδιον
View word page
ὑπό-πετρος
ὑπόπετροςονadjπέτρος of a regionwith a stony subsoilHdt.

ShortDef

somewhat rocky

Debugging

Headword:
ὑπόπετρος
Headword (normalized):
ὑπόπετρος
Headword (normalized/stripped):
υποπετρος
IDX:
41394
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-41395
Key:
ὑπόπετρος

Data

{'headword_display': '<b>ὑπό-πετρος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ὑπό<hyph/>πετρος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>πέτρος</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a region</Indic><Tr>with a stony subsoil</Tr><Au>Hdt.</Au></aS1></AE>', 'key': 'ὑπόπετρος'}