Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ὑποξυρέω
ὑποπαρωθέω
ὑποπάσσω
ὑποπεινᾱ́ω
ὑπόπεμπτος
ὑποπέμπω
ὑποπεπτηῶτες
ὑποπεπτωκότως
ὑποπέρδομαι
ὑποπερκάζω
ὑποπετάννῡμι
ὑποπετάσματα
ὑποπετρίδιος
ὑπόπετρος
ὑποπίμπλαμαι
ὑποπίμπρημι
ὑποπῑ́νω
ὑποπίπτω
ὑποπιττόω
ὑποπλέω
ὑπόπλεως
View word page
ὑπο-πετάννῡμι
ὑποπετάννῡμιvb spreadw.acc.a clothbeneatha person, for him to sit onOd.tm.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ὑποπετάννῡμι
Headword (normalized):
ὑποπετάννῡμι
Headword (normalized/stripped):
υποπεταννυμι
IDX:
41391
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-41392
Key:
ὑποπετάννῡμι

Data

{'headword_display': '<b>ὑπο-πετάννῡμι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>ὑπο<hyph/>πετάννῡμι</HL><PS>vb</PS></vHG> <vS1> <Tr>spread<Prnth><GLbl>w.acc.</GLbl>a cloth</Prnth>beneath<Expl>a person, for him to sit on</Expl></Tr><Au>Od.<LblR>tm.</LblR></Au> </vS1> </VE>', 'key': 'ὑποπετάννῡμι'}