Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ὑπονυστάζω
ὑπόξυλος
ὑποξυρέω
ὑποπαρωθέω
ὑποπάσσω
ὑποπεινᾱ́ω
ὑπόπεμπτος
ὑποπέμπω
ὑποπεπτηῶτες
ὑποπεπτωκότως
ὑποπέρδομαι
ὑποπερκάζω
ὑποπετάννῡμι
ὑποπετάσματα
ὑποπετρίδιος
ὑπόπετρος
ὑποπίμπλαμαι
ὑποπίμπρημι
ὑποπῑ́νω
ὑποπίπτω
ὑποπιττόω
View word page
ὑπο-πέρδομαι
ὑποπέρδομαιmid.vb fart in responseto blowsAr.

ShortDef

to break wind a little

Debugging

Headword:
ὑποπέρδομαι
Headword (normalized):
ὑποπέρδομαι
Headword (normalized/stripped):
υποπερδομαι
IDX:
41389
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-41390
Key:
ὑποπέρδομαι

Data

{'headword_display': '<b>ὑπο-πέρδομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>ὑπο<hyph/>πέρδομαι</HL><PS>mid.vb</PS></vHG> <vS1> <Tr>fart in response<Expl>to blows</Expl></Tr><Au>Ar.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'ὑποπέρδομαι'}