Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ὑπονύσσω
ὑπονυστάζω
ὑπόξυλος
ὑποξυρέω
ὑποπαρωθέω
ὑποπάσσω
ὑποπεινᾱ́ω
ὑπόπεμπτος
ὑποπέμπω
ὑποπεπτηῶτες
ὑποπεπτωκότως
ὑποπέρδομαι
ὑποπερκάζω
ὑποπετάννῡμι
ὑποπετάσματα
ὑποπετρίδιος
ὑπόπετρος
ὑποπίμπλαμαι
ὑποπίμπρημι
ὑποπῑ́νω
ὑποπίπτω
View word page
ὑποπεπτωκότως
ὑποπεπτωκότωςpf.ptcpl.advsee underὑποπίπτω

ShortDef

submissively

Debugging

Headword:
ὑποπεπτωκότως
Headword (normalized):
ὑποπεπτωκότως
Headword (normalized/stripped):
υποπεπτωκοτως
IDX:
41388
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-41389
Key:
ὑποπεπτωκότως

Data

{'headword_display': '<b>ὑποπεπτωκότως</b>', 'content': '<XE><HG><HL>ὑποπεπτωκότως</HL><PS>pf.ptcpl.adv</PS></HG><XR>see under<Ref>ὑποπίπτω</Ref></XR> </XE>', 'key': 'ὑποπεπτωκότως'}