Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ὑπομαλακίζομαι
ὑπομαργότερος
ὑπομάσσω
ὑπομείγνῡμι
ὑπομειδιάω
ὑπομείων
ὑπομέμφομαι
ὑπομενετικός
ὑπομένω
ὑπομιμνήσκω
ὑπομνάομαι
ὑπόμνημα
ὑπομνηματίζομαι
ὑπομνηματισμός
ὑπόμνησις
ὑπομνηστεύομαι
ὑπόμνυμαι
ὑπομονή
ὑπομῡκάομαι
ὑπονείφω
ὑπονήχομαι
View word page
ὑπο-μνάομαι
ὑπομνάομαιmid.contr.vbonly ep.2pl.impf.w.diect.
ὑπεμνᾱ́ασθε
courtw.acc.a married womanbehind the backof her husbandOd.

ShortDef

to court clandestinely

Debugging

Headword:
ὑπομνάομαι
Headword (normalized):
ὑπομνάομαι
Headword (normalized/stripped):
υπομναομαι
IDX:
41361
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-41362
Key:
ὑπομνάομαι

Data

{'headword_display': '<b>ὑπο-μνάομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>ὑπο<hyph/>μνάομαι</HL><PS>mid.contr.vb</PS><FG><Tns><Lbl>only ep.2pl.impf.<Expl>w.diect.</Expl></Lbl><Form>ὑπεμνᾱ́ασθε</Form></Tns></FG></vHG> <vS1><Tr>court<Prnth><GLbl>w.acc.</GLbl>a married woman</Prnth>behind the back<Expl>of her husband</Expl></Tr><Au>Od.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'ὑπομνάομαι'}