Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ὑπολῡ́ω
ὑπομαίνομαι
ὑπόμακρος
ὑπομαλακίζομαι
ὑπομαργότερος
ὑπομάσσω
ὑπομείγνῡμι
ὑπομειδιάω
ὑπομείων
ὑπομέμφομαι
ὑπομενετικός
ὑπομένω
ὑπομιμνήσκω
ὑπομνάομαι
ὑπόμνημα
ὑπομνηματίζομαι
ὑπομνηματισμός
ὑπόμνησις
ὑπομνηστεύομαι
ὑπόμνυμαι
ὑπομονή
View word page
ὑπομενετικός
ὑπομενετικόςή όνadjὑπομένω of a courageous mancharacterised by endurancew.gen.of dangersArist.w. πρός + acc.in the face of discomfortsArist.

ShortDef

patient of,

Debugging

Headword:
ὑπομενετικός
Headword (normalized):
ὑπομενετικός
Headword (normalized/stripped):
υπομενετικος
IDX:
41358
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-41359
Key:
ὑπομενετικός

Data

{'headword_display': '<b>ὑπομενετικός</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ὑπομενετικός</HL><Infl>ή όν</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>ὑπομένω</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a courageous man</Indic><Tr>characterised by endurance<Expl><GLbl>w.gen.</GLbl>of dangers</Expl></Tr><Au>Arist.</Au><aS2><Indic><GLbl>w. <Ref>πρός</Ref> + acc.</GLbl>in the face of discomforts</Indic><Au>Arist.</Au></aS2></aS1></AE>', 'key': 'ὑπομενετικός'}