Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ὑπόλοιπος
ὑπολόχᾱγος
ὑπολύριος
ὑπολῡ́ω
ὑπομαίνομαι
ὑπόμακρος
ὑπομαλακίζομαι
ὑπομαργότερος
ὑπομάσσω
ὑπομείγνῡμι
ὑπομειδιάω
ὑπομείων
ὑπομέμφομαι
ὑπομενετικός
ὑπομένω
ὑπομιμνήσκω
ὑπομνάομαι
ὑπόμνημα
ὑπομνηματίζομαι
ὑπομνηματισμός
ὑπόμνησις
View word page
ὑπο-μειδιάω
ὑπομειδιάωcontr.vb give a little smilePlb. Plu.

ShortDef

to smile a little

Debugging

Headword:
ὑπομειδιάω
Headword (normalized):
ὑπομειδιάω
Headword (normalized/stripped):
υπομειδιαω
IDX:
41355
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-41356
Key:
ὑπομειδιάω

Data

{'headword_display': '<b>ὑπο-μειδιάω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>ὑπο<hyph/>μειδιάω</HL><PS>contr.vb</PS></vHG> <vS1> <Tr>give a little smile</Tr><Au>Plb. Plu.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'ὑπομειδιάω'}