Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ὑπόλογος
ὑπόλογος
ὑπόλοιπος
ὑπολόχᾱγος
ὑπολύριος
ὑπολῡ́ω
ὑπομαίνομαι
ὑπόμακρος
ὑπομαλακίζομαι
ὑπομαργότερος
ὑπομάσσω
ὑπομείγνῡμι
ὑπομειδιάω
ὑπομείων
ὑπομέμφομαι
ὑπομενετικός
ὑπομένω
ὑπομιμνήσκω
ὑπομνάομαι
ὑπόμνημα
ὑπομνηματίζομαι
View word page
ὑπο-μάσσω
ὑπομάσσωvb gentlysurreptitiously kneadmagic herbsTheoc.

ShortDef

to smear

Debugging

Headword:
ὑπομάσσω
Headword (normalized):
ὑπομάσσω
Headword (normalized/stripped):
υπομασσω
IDX:
41353
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-41354
Key:
ὑπομάσσω

Data

{'headword_display': '<b>ὑπο-μάσσω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>ὑπο<hyph/>μάσσω</HL><PS>vb</PS></vHG> <vS1> <Tr>gently<or/>surreptitiously knead</Tr><Obj>magic herbs<Au>Theoc.</Au></Obj> </vS1> </VE>', 'key': 'ὑπομάσσω'}