Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ὑπολογίζομαι
ὑπόλογος
ὑπόλογος
ὑπόλοιπος
ὑπολόχᾱγος
ὑπολύριος
ὑπολῡ́ω
ὑπομαίνομαι
ὑπόμακρος
ὑπομαλακίζομαι
ὑπομαργότερος
ὑπομάσσω
ὑπομείγνῡμι
ὑπομειδιάω
ὑπομείων
ὑπομέμφομαι
ὑπομενετικός
ὑπομένω
ὑπομιμνήσκω
ὑπομνάομαι
ὑπόμνημα
View word page
ὑπο-μαργότερος
ὑπομαργότεροςονcompar.adjμάργος a little short of rather madmore or less insaneHdt.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ὑπομαργότερος
Headword (normalized):
ὑπομαργότερος
Headword (normalized/stripped):
υπομαργοτερος
IDX:
41352
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-41353
Key:
ὑπομαργότερος

Data

{'headword_display': '<b>ὑπο-μαργότερος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ὑπο<hyph/>μαργότερος</HL><Infl>ον</Infl><PS>compar.adj</PS><Ety><Ref>μάργος</Ref></Ety></HG> <aS1><Def>a little short of rather mad</Def><Tr>more or less insane</Tr><Au>Hdt.</Au></aS1></AE>', 'key': 'ὑπομαργότερος'}