Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ὑπόλισφος
ὑπολογίζομαι
ὑπόλογος
ὑπόλογος
ὑπόλοιπος
ὑπολόχᾱγος
ὑπολύριος
ὑπολῡ́ω
ὑπομαίνομαι
ὑπόμακρος
ὑπομαλακίζομαι
ὑπομαργότερος
ὑπομάσσω
ὑπομείγνῡμι
ὑπομειδιάω
ὑπομείων
ὑπομέμφομαι
ὑπομενετικός
ὑπομένω
ὑπομιμνήσκω
ὑπομνάομαι
View word page
ὑπο-μαλακίζομαι
ὑπομαλακίζομαιmid.vb be rather faint-heartedX.

ShortDef

to grow cowardly by degrees

Debugging

Headword:
ὑπομαλακίζομαι
Headword (normalized):
ὑπομαλακίζομαι
Headword (normalized/stripped):
υπομαλακιζομαι
IDX:
41351
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-41352
Key:
ὑπομαλακίζομαι

Data

{'headword_display': '<b>ὑπο-μαλακίζομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>ὑπο<hyph/>μαλακίζομαι</HL><PS>mid.vb</PS></vHG> <vS1> <Tr>be rather faint-hearted</Tr><Au>X.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'ὑπομαλακίζομαι'}