Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ὑπολιπής
ὑπόλισφος
ὑπολογίζομαι
ὑπόλογος
ὑπόλογος
ὑπόλοιπος
ὑπολόχᾱγος
ὑπολύριος
ὑπολῡ́ω
ὑπομαίνομαι
ὑπόμακρος
ὑπομαλακίζομαι
ὑπομαργότερος
ὑπομάσσω
ὑπομείγνῡμι
ὑπομειδιάω
ὑπομείων
ὑπομέμφομαι
ὑπομενετικός
ὑπομένω
ὑπομιμνήσκω
View word page
ὑπό-μακρος
ὑπόμακροςονadjμακρός of a rodfairly long, longishAr.

ShortDef

somewhat long, longish

Debugging

Headword:
ὑπόμακρος
Headword (normalized):
ὑπόμακρος
Headword (normalized/stripped):
υπομακρος
IDX:
41350
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-41351
Key:
ὑπόμακρος

Data

{'headword_display': '<b>ὑπό-μακρος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ὑπό<hyph/>μακρος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>μακρός</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a rod</Indic><Tr>fairly long, longish</Tr><Au>Ar.</Au></aS1></AE>', 'key': 'ὑπόμακρος'}