Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ὑπόληψις
ὑπολιπής
ὑπόλισφος
ὑπολογίζομαι
ὑπόλογος
ὑπόλογος
ὑπόλοιπος
ὑπολόχᾱγος
ὑπολύριος
ὑπολῡ́ω
ὑπομαίνομαι
ὑπόμακρος
ὑπομαλακίζομαι
ὑπομαργότερος
ὑπομάσσω
ὑπομείγνῡμι
ὑπομειδιάω
ὑπομείων
ὑπομέμφομαι
ὑπομενετικός
ὑπομένω
View word page
ὑπο-μαίνομαι
ὑπομαίνομαιmid.vb be a bit madMen.

ShortDef

to be somewhat mad

Debugging

Headword:
ὑπομαίνομαι
Headword (normalized):
ὑπομαίνομαι
Headword (normalized/stripped):
υπομαινομαι
IDX:
41349
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-41350
Key:
ὑπομαίνομαι

Data

{'headword_display': '<b>ὑπο-μαίνομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>ὑπο<hyph/>μαίνομαι</HL><PS>mid.vb</PS></vHG> <vS1> <Tr>be a bit mad</Tr><Au>Men.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'ὑπομαίνομαι'}