Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ὑπολευκαίνομαι
ὑπολήνιον
ὑποληνίς
ὑπόληψις
ὑπολιπής
ὑπόλισφος
ὑπολογίζομαι
ὑπόλογος
ὑπόλογος
ὑπόλοιπος
ὑπολόχᾱγος
ὑπολύριος
ὑπολῡ́ω
ὑπομαίνομαι
ὑπόμακρος
ὑπομαλακίζομαι
ὑπομαργότερος
ὑπομάσσω
ὑπομείγνῡμι
ὑπομειδιάω
ὑπομείων
View word page
ὑπο-λόχᾱγος
ὑπολόχᾱγοςουdial.mλοχᾱγός assistant commanderof a company of soldiersX.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ὑπολόχᾱγος
Headword (normalized):
ὑπολόχᾱγος
Headword (normalized/stripped):
υπολοχαγος
IDX:
41346
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-41347
Key:
ὑπολόχᾱγος

Data

{'headword_display': '<b>ὑπο-λόχᾱγος</b>', 'content': '<NE><HG><HL>ὑπο<hyph/>λόχᾱγος</HL><Infl>ου</Infl><PS>dial.m</PS><Ety><Ref>λοχᾱγός</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>assistant commander<Expl>of a company of soldiers</Expl></Tr><Au>X.</Au></nS1></NE>', 'key': 'ὑπολόχᾱγος'}