Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ὑπολάμπω
ὑπόλειμμα
ὑπόλειος
ὑπολείπω
ὑπόλειψις
ὑπολευκαίνομαι
ὑπολήνιον
ὑποληνίς
ὑπόληψις
ὑπολιπής
ὑπόλισφος
ὑπολογίζομαι
ὑπόλογος
ὑπόλογος
ὑπόλοιπος
ὑπολόχᾱγος
ὑπολύριος
ὑπολῡ́ω
ὑπομαίνομαι
ὑπόμακρος
ὑπομαλακίζομαι
View word page
ὑπό-λισφος
ὑπόλισφοςονAtt.adjλίσπος of a rower's rumpsomewhat flattenedAr.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ὑπόλισφος
Headword (normalized):
ὑπόλισφος
Headword (normalized/stripped):
υπολισφος
IDX:
41341
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-41342
Key:
ὑπόλισφος

Data

{'headword_display': '<b>ὑπό-λισφος</b>', 'content': "<AE><HG><HL>ὑπό<hyph/>λισφος</HL><Infl>ον</Infl><PS>Att.adj</PS><Ety><Ref>λίσπος</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a rower's rump</Indic><Tr>somewhat flattened</Tr><Au>Ar.</Au></aS1></AE>", 'key': 'ὑπόλισφος'}