Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ὑπολαμβάνω
ὑπολαμπής
ὑπολάμπω
ὑπόλειμμα
ὑπόλειος
ὑπολείπω
ὑπόλειψις
ὑπολευκαίνομαι
ὑπολήνιον
ὑποληνίς
ὑπόληψις
ὑπολιπής
ὑπόλισφος
ὑπολογίζομαι
ὑπόλογος
ὑπόλογος
ὑπόλοιπος
ὑπολόχᾱγος
ὑπολύριος
ὑπολῡ́ω
ὑπομαίνομαι
View word page
ὑπό-ληψις
ὑπό-ληψιςεωςfὑπολαμβάνω assumption, supposition, conception, notionconcerning persons or thingsHyp. D. Arist. Plb.

ShortDef

taking-up: reply, impression, assumption

Debugging

Headword:
ὑπόληψις
Headword (normalized):
ὑπόληψις
Headword (normalized/stripped):
υποληψις
IDX:
41339
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-41340
Key:
ὑπόληψις

Data

{'headword_display': '<b>ὑπό-ληψις</b>', 'content': '<NE><HG><HL>ὑπό-ληψις</HL><Infl>εως</Infl><PS>f</PS><Ety><Ref>ὑπολαμβάνω</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>assumption, supposition, conception, notion<Expl>concerning persons or things</Expl></Tr><Au>Hyp. D. Arist. Plb.</Au></nS1> </NE>', 'key': 'ὑπόληψις'}