Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ὑποκύπτω
ὑποκώλια
ὑπόκωφος
ὑπολαμβάνω
ὑπολαμπής
ὑπολάμπω
ὑπόλειμμα
ὑπόλειος
ὑπολείπω
ὑπόλειψις
ὑπολευκαίνομαι
ὑπολήνιον
ὑποληνίς
ὑπόληψις
ὑπολιπής
ὑπόλισφος
ὑπολογίζομαι
ὑπόλογος
ὑπόλογος
ὑπόλοιπος
ὑπολόχᾱγος
View word page
ὑπο-λευκαίνομαι
ὑπολευκαίνομαιpass.vb of heaps of chaffgradually become whiteIl.

ShortDef

to become white underneath

Debugging

Headword:
ὑπολευκαίνομαι
Headword (normalized):
ὑπολευκαίνομαι
Headword (normalized/stripped):
υπολευκαινομαι
IDX:
41336
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-41337
Key:
ὑπολευκαίνομαι

Data

{'headword_display': '<b>ὑπο-λευκαίνομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>ὑπο<hyph/>λευκαίνομαι</HL><PS>pass.vb</PS></vHG> <vS1> <Indic>of heaps of chaff</Indic><Tr>gradually become white</Tr><Au>Il.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'ὑπολευκαίνομαι'}