Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ὑποκρύπτομαι
ὑπόκυκλος
ὑποκύομαι
ὑποκύπτω
ὑποκώλια
ὑπόκωφος
ὑπολαμβάνω
ὑπολαμπής
ὑπολάμπω
ὑπόλειμμα
ὑπόλειος
ὑπολείπω
ὑπόλειψις
ὑπολευκαίνομαι
ὑπολήνιον
ὑποληνίς
ὑπόληψις
ὑπολιπής
ὑπόλισφος
ὑπολογίζομαι
ὑπόλογος
View word page
ὑπό-λειος
ὑπόλειοςονadjλεῖος of a youthrather smooth-facedMen.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ὑπόλειος
Headword (normalized):
ὑπόλειος
Headword (normalized/stripped):
υπολειος
IDX:
41333
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-41334
Key:
ὑπόλειος

Data

{'headword_display': '<b>ὑπό-λειος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ὑπό<hyph/>λειος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>λεῖος</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a youth</Indic><Tr>rather smooth-faced</Tr><Au>Men.</Au></aS1></AE>', 'key': 'ὑπόλειος'}