Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ὑποκρῑ́νομαι
ὑπόκρισις
ὑποκριτής
ὑποκριτικός
ὑποκρούω
ὑποκρύπτομαι
ὑπόκυκλος
ὑποκύομαι
ὑποκύπτω
ὑποκώλια
ὑπόκωφος
ὑπολαμβάνω
ὑπολαμπής
ὑπολάμπω
ὑπόλειμμα
ὑπόλειος
ὑπολείπω
ὑπόλειψις
ὑπολευκαίνομαι
ὑπολήνιον
ὑποληνίς
View word page
ὑπό-κωφος
ὑπόκωφοςονadjκωφός rather deafAr. Pl. Arist. Plu.

ShortDef

somewhat deaf

Debugging

Headword:
ὑπόκωφος
Headword (normalized):
ὑπόκωφος
Headword (normalized/stripped):
υποκωφος
IDX:
41328
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-41329
Key:
ὑπόκωφος

Data

{'headword_display': '<b>ὑπό-κωφος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ὑπό<hyph/>κωφος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>κωφός</Ref></Ety></HG> <aS1><Tr>rather deaf</Tr><Au>Ar. Pl. Arist. Plu.</Au></aS1></AE>', 'key': 'ὑπόκωφος'}