Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ὑποκρέκω
ὑποκρητηρίδιον
ὑποκρίζω
ὑποκρῑ́νομαι
ὑπόκρισις
ὑποκριτής
ὑποκριτικός
ὑποκρούω
ὑποκρύπτομαι
ὑπόκυκλος
ὑποκύομαι
ὑποκύπτω
ὑποκώλια
ὑπόκωφος
ὑπολαμβάνω
ὑπολαμπής
ὑπολάμπω
ὑπόλειμμα
ὑπόλειος
ὑπολείπω
ὑπόλειψις
View word page
ὑπο-κύομαι
ὑποκύομαιmid.vb in aor., of a woman, a marebecome pregnant, conceiveHom. Hes. hHom.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ὑποκύομαι
Headword (normalized):
ὑποκύομαι
Headword (normalized/stripped):
υποκυομαι
IDX:
41325
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-41326
Key:
ὑποκύομαι

Data

{'headword_display': '<b>ὑπο-κύομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>ὑπο<hyph/>κύομαι</HL><PS>mid.vb</PS></vHG> <vS1> <Indic>in aor., of a woman, a mare</Indic><Tr>become pregnant, conceive</Tr><Au>Hom. Hes. hHom.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'ὑποκύομαι'}