Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ὑποκλύζομαι
ὑποκνίζομαι
ὑποκολακεύομαι
ὑποκόλπιος
ὑποκονῑ́ομαι
ὑπόκοπος
ὑποκόπτω
ὑποκορίζομαι
ὑποκόρισμα
ὑποκορισμός
ὑποκουρίζομαι
ὑπόκουφος
ὑποκρέκω
ὑποκρητηρίδιον
ὑποκρίζω
ὑποκρῑ́νομαι
ὑπόκρισις
ὑποκριτής
ὑποκριτικός
ὑποκρούω
ὑποκρύπτομαι
View word page
ὑποκουρίζομαι
ὑποκουρίζομαιdial.mid.vbseeὑποκορίζομαι

ShortDef

to soothe with soft names

Debugging

Headword:
ὑποκουρίζομαι
Headword (normalized):
ὑποκουρίζομαι
Headword (normalized/stripped):
υποκουριζομαι
IDX:
41313
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-41314
Key:
ὑποκουρίζομαι

Data

{'headword_display': '<b>ὑποκουρίζομαι</b>', 'content': '<XE><HG><HL>ὑποκουρίζομαι</HL><PS>dial.mid.vb</PS></HG><XR>see<Ref>ὑποκορίζομαι</Ref></XR> </XE>', 'key': 'ὑποκουρίζομαι'}